Η «στάνη»
Ο καλός βοσκός είχε χωρίσει τους μπαμπάδες και τις μαμάδες από τα μικρά και αθώα προβατάκια για να έχει καθημερινή επαφή μαζί τους.
Τα φρόντιζε και τα αγαπούσε. Τα έβλεπε να μεγαλώνουν και του άρεσε.
Αυτά, λόγω αθωότητας, δεν ήξεραν γιατί τόση περιποίηση. Χωρίς να γνωρίζουν, ξεπλήρωναν την φροντίδα και όταν τα έβγαζε από τη στάνη ήταν όλο χαρές, πανηγύρια, χορούς και σκερτσάκια.
Οι προβατίνες και τα κριάρια, έριχναν καμιά κλεφτή ματιά τι γίνεται με τα μικρά τους αλλά είχαν άλλες ασχολίες.
Αρκεί που βρέθηκε ο καλός τσοπάνης και ασχολείται με τα παιδιά τους.
Να μείνει και λίγος χρόνος για μάς ρε γαμώτο, όλη μέρα με τα προβατάκια τα φτύσαμε…
Βέβαια δεν είναι εύκολο να φροντίζεις αθώα και μικρά προβατάκια. Καμιά φορά ο καλός βοσκός απλώνει τη γκλίτσα και τα χτυπάει. Απλώνει και το βρωμόχερό του στο μαλακό και όμορφο μαλάκι τους.
Τότε κάποια από αυτά φωνάζουν. Ακούν οι προβατίνες και τα κριάρια και βελάζουν επίμονα στον τσοπάνο.
Αυτός κάνει ότι δεν καταλαβαίνει και τότε σπάνε την περίφραξη και την ταμπέλα «στάνη» και παίρνουν τα προβατάκια.
Ο τσοπάνης τους απειλεί ότι θα τους κρεμάσει στο τσιγκέλι και για να μη μαθευτεί το «κακό» βρίσκει κατανόηση από τον αρχιτσοπάνη
Εκείνος συμβουλεύει πρόβατα, κριάρια, προβατάκια και τσοπάνο να μη μιλάνε και να μη το πουν πουθενά...
Κι έτσι θύματα και θύτης συνεχίζουν να συνυπάρχουν σαν να μην έγινε και τίποτα.
Ούτε γκλίτσα, ούτε βρωμόχερο…